- προσυπαντώ
- -άω, ΜΑ1. συναντώ κάποιον ακόμη2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek